- σκληροσώματος
- σκληροσώμᾰτος, ον,A with a hard body, Alex.Aphr.Pr.1.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκληροσώματος — ον, Α αυτός που έχει σκληρό, δυνατό σώμα … Dictionary of Greek
σκληροσώματοι — σκληροσώματος with a hard body masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek